- ρυβός
- ὁ, Α(κατά τον Ηρωδιαν.) «ῥαιβός».[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ῥυβόν].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρυβόν — τὸ, Α (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «τὸ ἐπικαμπὲς παρ Αἰολεῡσιν». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί πιθ. από το επίθ. ῥαιβός «στρεβλός» κατά τον φωνηεντισμό τών γρυπός, ὑβός. Κατ άλλη άποψη, ο τ. συνδέεται με το επίθ. ῥοικός «κυρτός», ενώ το υ τού… … Dictionary of Greek
ρόμβος — ῥόμβος, ΝΜΑ, και ῥύμβος Α 1. παραλληλόγραμμο μη ορθογώνιο που έχει τις τέσσερεις πλευρές του ίσες 2. ζωολ. ονομασία διαφόρων ψαριών 3. λόγια ονομασία τής σβούρας 4. ρομβοειδές τμήμα ξύλου το οποίο προσαρμόζεται σε χειρολαβή από τη μία επιμήκη… … Dictionary of Greek